μαουνιέρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μαουνιέρης | οι | μαουνιέρηδες |
| γενική | του | μαουνιέρη | των | μαουνιέρηδων |
| αιτιατική | τον | μαουνιέρη | τους | μαουνιέρηδες |
| κλητική | μαουνιέρη | μαουνιέρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μαουνιέρης < μαούνα
Ουσιαστικό
μαουνιέρης αρσενικό ή θηλυκό(θηλυκό και μαουνιέρισσα)
- (επάγγελμα) ναυτεργάτης που απασχολείτο σε μαούνα ή φύλακας των εμπορευμάτων που μετέφερε η μαούνα
- πρόσωπο που βρίζει άσχημα
- Μιλάς σαν μαουνιέρης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.