Πεισιστρατίδαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
|---|---|---|
| ονομαστική | οἱ | Πεισιστρατίδαι |
| γενική | τῶν | Πεισιστρατιδῶν |
| δοτική | τοῖς | Πεισιστρατίδαις |
| αιτιατική | τοὺς | Πεισιστρατίδᾱς |
| κλητική ὦ! | Πεισιστρατίδαι | |
| δυϊκός | ||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Πεισιστρατίδᾱ |
| γεν-δοτ | τοῖν | Πεισιστρατίδαιν |
| 1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Κρονίδης' όπως «Κρονίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||
Ετυμολογία
- Πεισιστρατίδαι < πληθυντικός αριθμός του Πεισιστρατίδης < Πεισίστρατ(ος) + -ίδης
Κύριο όνομα
Πεισιστρατίδαι αρσενικό
- (πατρωνυμικό) ανδρικό όνομα, οι Πεισιστρατίδες, γιοι ή η γενιά του Πεισιστράτου
- (ειδικότερα) οι δύο γιοι του τύραννου Πεισίστρατου, Ἱππίας και Ἵππαρχος
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
Πεισιστρατίδαι αρσενικό
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του Πεισιστρατίδης
Πηγές
- Πεισιστρατίδαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.