Παρνασσός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Παρνασσός οι Παρνασσοί
      γενική του Παρνασσού των Παρνασσών
    αιτιατική τον Παρνασσό τους Παρνασσούς
     κλητική Παρνασσέ Παρνασσοί
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ο Παρνασσός από την Τιθορέα Φθιώτιδας.

Ετυμολογία

Παρνασσός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Παρνασσός

Κύριο όνομα

Παρνασσός αρσενικό

  1. βουνό της Κεντρικής Στερεάς Ελλάδας, το αγαπημένο βουνό του Απόλλωνα και των Μουσών
  2.  δείτε τη λέξη παρνασσισμός

Συγγενικά



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Παρνασσός οἱ Παρνασσοί
      γενική τοῦ Παρνασσοῦ τῶν Παρνασσῶν
      δοτική τῷ Παρνασσ τοῖς Παρνασσοῖς
    αιτιατική τὸν Παρνασσόν τοὺς Παρνασσούς
     κλητική ! Παρνασσέ Παρνασσοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Παρνασσώ
γεν-δοτ τοῖν  Παρνασσοῖν
Το βουνό, στον ενικό.
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Παρνασσός <  δείτε τη λέξη Παρνασός

Κύριο όνομα

Παρνασσός αρσενικό

  1. (βουνό) άλλη γραφή του Παρνασός, ο Παρνασσός
  2. ανδρικό όνομα

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.