Παρνασσός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Παρνασσός | οι | Παρνασσοί |
| γενική | του | Παρνασσού | των | Παρνασσών |
| αιτιατική | τον | Παρνασσό | τους | Παρνασσούς |
| κλητική | Παρνασσέ | Παρνασσοί | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ο Παρνασσός από την Τιθορέα Φθιώτιδας.
Ετυμολογία
- Παρνασσός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Παρνασσός
Κύριο όνομα
Παρνασσός αρσενικό
- βουνό της Κεντρικής Στερεάς Ελλάδας, το αγαπημένο βουνό του Απόλλωνα και των Μουσών
- → δείτε τη λέξη παρνασσισμός
Συγγενικά
- παρνασσικός
- παρνασσισμός
- παρνασσιστής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Παρνασσός | οἱ | Παρνασσοί |
| γενική | τοῦ | Παρνασσοῦ | τῶν | Παρνασσῶν |
| δοτική | τῷ | Παρνασσῷ | τοῖς | Παρνασσοῖς |
| αιτιατική | τὸν | Παρνασσόν | τοὺς | Παρνασσούς |
| κλητική ὦ! | Παρνασσέ | Παρνασσοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Παρνασσώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Παρνασσοῖν | ||
| Το βουνό, στον ενικό. | ||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Παρνασσός < → δείτε τη λέξη Παρνασός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Παρνασός
Πηγές
- Παρνασός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Παρνασός, Παρνασσός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Παρνασσός - ΘΕΤΙΜΑ, Αρχαίες Ελληνικές Διάλεκτοι - Λεξικό κυρίων ονομάτων στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.