Πανορμίτης

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.noɾˈmi.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πανορμίτης

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Πανορμίτης οι Πανορμίτες
      γενική του Πανορμίτη των Πανορμιτών
    αιτιατική τον Πανορμίτη τους Πανορμίτες
     κλητική Πανορμίτη Πανορμίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Πανορμίτης < Πάνορμ(ος) + -ίτης

Κύριο όνομα

Πανορμίτης αρσενικό

  1. (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος ή αυτός που κατάγεται από οικισμό με την ονομασία Πάνορμος (θηλυκό Πανορμίτισσα)
  2. προσωνυμία του αρχάγγελου Μιχαήλ σε μονή στη Σύμη

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Πανορμίτης οι Πανορμίτηδες
      γενική του Πανορμίτη* των Πανορμίτηδων
    αιτιατική τον Πανορμίτη τους Πανορμίτηδες
     κλητική Πανορμίτη Πανορμίτηδες
 * Και λόγια γενική ενικού Πανορμίτου
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Πανορμίτης < πατριδωνυμικό Πανορμίτης

Κύριο όνομα

Πανορμίτης αρσενικό (θηλυκό Πανορμίτη ή Πανορμίτου)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.