Σύμη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Σύμη | ||
| γενική | της | Σύμης | ||
| αιτιατική | τη | Σύμη | ||
| κλητική | Σύμη | |||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Σύμη < αρχαία ελληνική Σύμη
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsi.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σύ‐μη
- ομόηχο: σίμη
-
Σύμη στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.