Ολυμπία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ολυμπία οι Ολυμπίες
      γενική της Ολυμπίας των Ολυμπιών
    αιτιατική την Ολυμπία τις Ολυμπίες
     κλητική Ολυμπία Ολυμπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ολυμπία < αρχαία ελληνική Ὀλυμπία

Προφορά

ΔΦΑ : /o.limˈbi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ολυμπία

Κύριο όνομα

Ολυμπία θηλυκό

  1. (αρχαιολογία, ιστορία) σπουδαία αρχαία πόλη και αρχαιολογικός τόπος στο νομό Ηλείας στην Πελοπόννησο
  2. γυναικείο όνομα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη Όλυμπος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.