ολυμπιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ολυμπιακός | η | ολυμπιακή | το | ολυμπιακό |
| γενική | του | ολυμπιακού | της | ολυμπιακής | του | ολυμπιακού |
| αιτιατική | τον | ολυμπιακό | την | ολυμπιακή | το | ολυμπιακό |
| κλητική | ολυμπιακέ | ολυμπιακή | ολυμπιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ολυμπιακοί | οι | ολυμπιακές | τα | ολυμπιακά |
| γενική | των | ολυμπιακών | των | ολυμπιακών | των | ολυμπιακών |
| αιτιατική | τους | ολυμπιακούς | τις | ολυμπιακές | τα | ολυμπιακά |
| κλητική | ολυμπιακοί | ολυμπιακές | ολυμπιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ολυμπιακός < αρχαία ελληνική Ὀλυμπιακός
Επίθετο
ολυμπιακός
- που αναφέρεται στην Ολυμπία ή τους Ολυμπιακούς Αγώνες
- → δείτε τις λέξεις Ολυμπιακός και Ὀλυμπιακός
Μεταφράσεις
ολυμπιακός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.