Μοναστήρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Μοναστήρι τα Μοναστήρια
      γενική του Μοναστηρίου των Μοναστηρίων
    αιτιατική το Μοναστήρι τα Μοναστήρια
     κλητική Μοναστήρι Μοναστήρια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά

ΔΦΑ : /mo.naˈsti.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μοναστήρι

Ετυμολογία 1

Μοναστήρι < μεταφραστικό δάνειο από την πρωτοσλαβική ѡ҆би́тѣл҄ь (obitěĺь), που σημαίνει μοναστήρι, μέσω της τουρκικής Manastır [< οθωμανική τουρκική مناستر (manastır)][1]

Κύριο όνομα

Μοναστήρι ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

Μοναστήρι < μοναστήρι

Κύριο όνομα

Μοναστήρι ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. «Κατά την αρχαιότητα παρά το Μ[οναστήριον]. έκειτο η π[όλις]. Ηράκλεια […]. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους καταληφθείσα υπό των Βουλγάρων ωνομάσθη Βιτώλια […] Μοναστήριον ωνόμασαν την πόλιν οι Τούρκοι». Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν, τόμ. 9 (Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, 1930), σ. 511.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.