Μπίτολα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Μπίτολα
      γενική της Μπίτολας
    αιτιατική την Μπίτολα
     κλητική Μπίτολα
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μπίτολα < (άμεσο δάνειο) σλαβομακεδονική Битола (Bitola)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈbi.to.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μπίτολα

Κύριο όνομα

Μπίτολα θηλυκό, μόνο στον ενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.