Μερσίνη

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία 1

Μερσίνη < γενική ενικού του αρσενικού Μερσίνης

Κύριο όνομα

Μερσίνη θηλυκό, άκλιτο

γυναικεία επώνυμα:

Μεταγραφές


Ετυμολογία 2

Μερσίνη < μυρσίνη
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μερσίνη οι Μερσίνες
      γενική της Μερσίνης των Μερσινών
    αιτιατική τη Μερσίνη τις Μερσίνες
     κλητική Μερσίνη Μερσίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Κύριο όνομα

Μερσίνη θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
     δείτε και τα ονόματα Μέρσα και Μυρσώ
  2. χωριό στο νησί Δονούσα

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 3

Μερσίνη : κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

Μερσίνη αρσενικό

Παρώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.