Δονούσα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Δονούσα < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Δονούσα θηλυκό

  1. μικρό νησί των Κυκλάδων, Α.ΒΑ της Νάξου
  2. νοτιοδυτικό παράλιο χωριό και όρμος του ομώνυμου νησιού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.