Μυρσίνης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Μυρσίνης | οι | Μυρσίνηδες |
| γενική | του | Μυρσίνη | των | Μυρσίνηδων |
| αιτιατική | τον | Μυρσίνη | τους | Μυρσίνηδες |
| κλητική | Μυρσίνη | Μυρσίνηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία 1
- Μυρσίνης < + -ίνης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Myrsinis, Mirsinis
Ετυμολογία 2
- Μυρσίνης : κλιτικός τύπος
Ομώνυμα / Ομόηχα
Παρώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.