Μέρσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Μέρσα | οι | Μέρσες |
| γενική | της | Μέρσας | — | |
| αιτιατική | τη | Μέρσα | τις | Μέρσες |
| κλητική | Μέρσα | Μέρσες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία 1
- Μέρσα < Μυρσίνη
Μεταφράσεις
Μέρσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.