Μεγαρίτης
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.ɣaˈɾi.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Με‐γα‐ρί‐της
Κύριο όνομα
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Μεγαρίτης | οι | Μεγαρίτες |
| γενική | του | Μεγαρίτη | των | Μεγαριτών |
| αιτιατική | τον | Μεγαρίτη | τους | Μεγαρίτες |
| κλητική | Μεγαρίτη | Μεγαρίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεγαρίτης αρσενικό (θηλυκό Μεγαρίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος ή αυτός που κατάγεται από τα Μέγαρα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Μεγαρίτης
|
|
Ετυμολογία 2
- Μεγαρίτης < πατριδωνυμικό Μεγαρίτης
Κύριο όνομα
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Μεγαρίτης | οι | Μεγαρίτηδες |
| γενική | του | Μεγαρίτη* | των | Μεγαρίτηδων |
| αιτιατική | τον | Μεγαρίτη | τους | Μεγαρίτηδες |
| κλητική | Μεγαρίτη | Μεγαρίτηδες | ||
| * Και λόγια γενική ενικού Μεγαρίτου | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Megaritis
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.