Μεγαρίτισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Μεγαρίτισσα | οι | Μεγαρίτισσες |
| γενική | της | Μεγαρίτισσας | των | Μεγαριτισσών |
| αιτιατική | τη | Μεγαρίτισσα | τις | Μεγαρίτισσες |
| κλητική | Μεγαρίτισσα | Μεγαρίτισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Μεγαρίτισσα < Μεγαρίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.ɣaˈɾi.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Με‐γα‐ρί‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
Μεγαρίτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Μεγαρίτης
- ※ Πες μου, βρε Μεγαρίτισσα, κιτρινοτσεμπερούσα, / κούκλα φεγγαροπρόσωπη και χαμηλοβλεπούσα, / πότε θε να ‘ρθεις να σου ειπώ, πως καίγεται η καρδιά μου, / μ’ ένα φιλάκι σου γλυκό, θα σβήσεις τη φωτιά μου. (Μεγαρίτισσα, στίχοι-μουσική: Παναγιώτης Τούντας, εκτέλεση: Ρόζα Εσκενάζυ, 1932)
Συγγενικά
- μεγαρίτικος
- → και δείτε τη λέξη Μέγαρα
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Μεγαρίτης
Μεγαρίτισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.