Μαρτίνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μαρτίνος οι Μαρτίνοι
      γενική του Μαρτίνου των Μαρτίνων
    αιτιατική τον Μαρτίνο τους Μαρτίνους
     κλητική Μαρτίνε Μαρτίνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μαρτίνος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Μαρτῖνος < λατινική Martinus, υποκοριστικό του Mars < παλαιά λατινική Māvors < πρωτοϊταλική *Mawort

Προφορά

ΔΦΑ : /maɾˈti.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μαρτίνος

Κύριο όνομα

Μαρτίνος αρσενικό

  1. (σπάνιο) ανδρικό όνομα
  2. (θρησκεία) όνομα αγίων της Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.