Μαρτῖνος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Μαρτῖνος | οἱ | Μαρτῖνοι |
| γενική | τοῦ | Μαρτίνου | τῶν | Μαρτίνων |
| δοτική | τῷ | Μαρτίνῳ | τοῖς | Μαρτίνοις |
| αιτιατική | τὸν | Μαρτῖνον | τοὺς | Μαρτίνους |
| κλητική ὦ! | Μαρτῖνε | Μαρτῖνοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Μαρτίνω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Μαρτίνοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Μαρτῖνος < (άμεσο δάνειο) λατινική Martinus,[1] υποκοριστικό του Mars, Mart(i)- + -inus (-ῖνος)
- το επώνυμο, από το όνομα
Συγγενικά
Αναφορές
- Marinus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Πηγές
- Μαρτῖνος - ⌘PLP - Prosopographisches Lexikon der Palaiologenzeit [Προσωπογραφικό λεξικό της εποχής των Παλαιολόγων] στα γερμανικά. Επιμ. ⌘ Trapp, Erich, Österreichische Akademie der Wissenschaften (ÖAW, Αυστριακή Ακαδημία Επιστημών), τόμοι 15, 1976‑1995 (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.