Μαρούσι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Μαρούσι | τα | Μαρούσια |
| γενική | του | Μαρουσιού | — | |
| αιτιατική | το | Μαρούσι | τα | Μαρούσια |
| κλητική | Μαρούσι | Μαρούσια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Μαρούσι < Αμαρούσιο < καθαρεύουσα Ἀμαρούσιον < ελληνιστική κοινή Ἀμαρυσία / Ἀμαρύσια (επίθετο της θεάς Άρτεμης), θηλυκό του Ἀμαρύσιος < Ἀμάρυνθος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /maˈɾu.si/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μα‐ρού‐σι
Κύριο όνομα

Η θέση του Μαρουσιού στην Αττική
Μαρούσι ουδέτερο
- προάστιο της Αθήνας, έδρα του δήμου Αμαρουσίου στην Αττική
Συγγενικά
- Μαρουσιώτης, μαρουσιώτης
- μαρουσιώτικος
- Μαρουσιώτισσα, μαρουσιώτισσα
-
Μαρούσι στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (1998). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Α΄ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.