Αμαρούσιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Αμαρούσιο | τα | Αμαρούσια |
| γενική | του | Αμαρουσίου & Αμαρούσιου |
των | Αμαρουσίων |
| αιτιατική | το | Αμαρούσιο | τα | Αμαρούσια |
| κλητική | Αμαρούσιο | Αμαρούσια | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Αμαρούσιο < → δείτε (καθαρεύουσα) Ἀμαρούσιον χωρίς το τελικό <ν>
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.maˈɾu.si.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐μα‐ρού‐σι‐ο
Μεταφράσεις
Αμαρούσιο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.