Ἀμαρούσιον
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | Ἀμαρούσιον | ||||||
| γενική | τοῦ | Ἀμαρουσίου | ||||||
| δοτική | τῷ | Ἀμαρουσίῳ | ||||||
| αιτιατική | τὸ | Ἀμαρούσιον | ||||||
| κλητική ὦ! | Ἀμαρούσιον | |||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- Ἀμαρούσιον < αρχαία ελληνική Ἀμαρυσία / Ἀμαρύσια (επίθετο της θεάς Άρτεμης), θηλυκό του Ἀμαρύσιος < Ἀμάρυνθος[1]
Μεταφράσεις
Ἀμαρούσιον
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (1998). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Α΄ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.