Λόγγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Λόγγος | οι | Λόγγοι |
| γενική | του | Λόγγου | των | Λόγγων |
| αιτιατική | τον | Λόγγο | τους | Λόγγους |
| κλητική | Λόγγε | Λόγγοι | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαιολόγος - κλίση: δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈloŋ.gos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λόγ‐γος
Ετυμολογία 1
- Λόγγος < λόγγος
Συγγενικά
- Λογγός
-
Λόγγος (αποσαφήνιση) στη Βικιπαίδεια

Ετυμολογία 2
- Λόγγος < → λείπει η ετυμολογία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Λόγγος | οἱ | Λόγγοι | ||||
| γενική | τοῦ | Λόγγου | τῶν | Λόγγων | ||||
| δοτική | τῷ | Λόγγῳ | τοῖς | Λόγγοις | ||||
| αιτιατική | τὸν | Λόγγον | τοὺς | Λόγγους | ||||
| κλητική ὦ! | Λόγγε | Λόγγοι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Λόγγω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | Λόγγοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- Λόγγος < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- Λόγγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.