Λόγγου
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Λόγγου < γενική ενικού του αρσενικού Λόγγος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈloŋ.gu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λόγ‐γου
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Лонгу
- λατινικοί χαρακτήρες: Longou
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.