Λυδία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Λυδία οι Λυδίες
      γενική της Λυδίας των Λυδιών
    αιτιατική τη Λυδία τις Λυδίες
     κλητική Λυδία Λυδίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Λυδία < αρχαία ελληνική Λυδία

Κύριο όνομα

Λυδία θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
    Η πρώτη γυναίκα στην Ευρώπη που βαφτίστηκε χριστιανή ήταν η Λυδία από τους Φιλίππους της Μακεδονίας
  2. (ιστορία) αρχαία χώρα στη Μικρά Ασία, η κατά τον Όμηρο Μαιονία. Οι κάτοικοί της ονομάζονταν Λυδοί.
  3. χωριό της Ελλάδας, στο νομό (περιφερειακή ενότητα) Καβάλας, κοντά στους αρχαίους Φιλίππους

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.