Ἀπόλλων
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ουσιαστικά μεταπλαστά | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| Ἀπολλων- Ἀπολλω- Ἀπολλον- | ||||||||
| ονομαστική | ὁ | Ἀπόλλων | ||||||
| γενική | τοῦ | Ἀπόλλωνος | ||||||
| δοτική | τῷ | Ἀπόλλωνῐ | ||||||
| αιτιατική | τὸν | Ἀπόλλωνᾰ & Ἀπόλλω | ||||||
| κλητική ὦ! | Ἄπολλον | |||||||
| ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'μεταπλαστά' όπως «Ἀπόλλων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- Ἀπόλλων < αβέβαιης ετυμολογίας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Πηγές
- Ἀπόλλων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Ἀπόλλων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.