Ἀπόλλων

Αρχαία ελληνικά (grc)

ουσιαστικά μεταπλαστά
 πτώσεις       ενικός      
Ἀπολλων- Ἀπολλω- Ἀπολλον-
ονομαστική Ἀπόλλων
      γενική τοῦ Ἀπόλλωνος
      δοτική τῷ Ἀπόλλων
    αιτιατική τὸν Ἀπόλλων
& Ἀπόλλω
     κλητική ! Ἄπολλον
ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'μεταπλαστά' όπως «Ἀπόλλων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἀπόλλων < αβέβαιης ετυμολογίας  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα

Ἀπόλλων αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.