Κύριε ελέησον

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Κύριε ελέησον < αρχαία ελληνική Κύριε ἐλέησον·  δείτε τη λέξη  κύριος και ἐλεέω, -ῶ

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈci.ɾi.e eˈle.i.son/
ΔΦΑ : /ci.ɾi̯eˈle.i.son/ (σε γρήγορο λόγο)

Έκφραση

Κύριε ελέησον

  1. (θρησκεία) φράση που επαναλαμβάνεται σε προσευχές και λειτουργικά κείμενα: Κύριε, σπλαχνίσου μας
  2. φράση που λέγεται για να δηλωθεί μεγάλη έκπληξη
    Κύριε ελέησον, τι είναι αυτό που πάθαμε!
  3. (ως ουδέτερο ουσιαστικό)
    • το πολύ το "Κύριε ελέησον" το βαριέται κι ο παπάς / κι ο Θεός: όλοι βαριούνται κάτι που επαναλαμβάνεται

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.