Κυπαρισσιώτης

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.pa.ɾiˈsço.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κυπαρισσιώτης

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κυπαρισσιώτης οι Κυπαρισσιώτες
      γενική του Κυπαρισσιώτη των Κυπαρισσιωτών
    αιτιατική τον Κυπαρισσιώτη τους Κυπαρισσιώτες
     κλητική Κυπαρισσιώτη Κυπαρισσιώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κυπαρισσιώτης < Κυπαρίσσ(ι) ή Κυπαρισσ(ία) + -ιώτης

Κύριο όνομα

Κυπαρισσιώτης αρσενικό (θηλυκό Κυπαρισσιώτισσα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κυπαρισσιώτης οι Κυπαρισσιώτηδες
      γενική του Κυπαρισσιώτη* των Κυπαρισσιώτηδων
    αιτιατική τον Κυπαρισσιώτη τους Κυπαρισσιώτηδες
     κλητική Κυπαρισσιώτη Κυπαρισσιώτηδες
 * Και λόγια γενική ενικού Κυπαρισσιώτου
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κυπαρισσιώτης < πατριδωνυμικό Κυπαρισσιώτης

Κύριο όνομα

Κυπαρισσιώτης αρσενικό (θηλυκό Κυπαρισσιώτη ή Κυπαρισσιώτου)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.