Κυπαρίσσι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Κυπαρίσσι τα Κυπαρίσσια
      γενική του Κυπαρισσιού
& Κυπαρισσίου
των Κυπαρισσιών
& Κυπαρισσίων
    αιτιατική το Κυπαρίσσι τα Κυπαρίσσια
     κλητική Κυπαρίσσι Κυπαρίσσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Οι δεύτεροι τύποι της γενικής, λόγιοι, παλιότεροι.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «καράτι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κυπαρίσσι < καθαρεύουσα Κυπαρίσσιον.  δείτε και τη λέξη κυπαρίσσι.

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.paˈɾi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κυπαρίσσι

Κύριο όνομα

Κυπαρίσσι ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.