Κυπαρισσιώτισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κυπαρισσιώτισσα οι Κυπαρισσιώτισσες
      γενική της Κυπαρισσιώτισσας των Κυπαρισσιωτισσών
    αιτιατική την Κυπαρισσιώτισσα τις Κυπαρισσιώτισσες
     κλητική Κυπαρισσιώτισσα Κυπαρισσιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κυπαρισσιώτισσα < Κυπαρισσιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.pa.ɾiˈsço.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κυπαρισσιώτισσα

Κύριο όνομα

Κυπαρισσιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Κυπαρισσιώτης

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.