Καργόπουλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καργόπουλος οι Καργόπουλοι
& Καργοπουλαίοι1
      γενική του Καργόπουλου
& Καργοπούλου
των Καργόπουλων2
& Καργοπουλαίων
    αιτιατική τον Καργόπουλο τους Καργόπουλους3
& Καργοπουλαίους
     κλητική Καργόπουλε Καργόπουλοι
& Καργοπουλαίοι
 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι.
 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Καργοπούλων
 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Καργοπούλους
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Καργόπουλος < Κάργ(ας) + -όπουλος

Κύριο όνομα

Καργόπουλος αρσενικό (θηλυκό Καργοπούλου)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.