Ισλάμ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Ισλάμ < (λόγιο δάνειο) γαλλική islam < αραβική إسلام (ʾislām, υποταγή)[1] < أسلم (ʾaslama) < ρίζα س ل م‎ (s-l-m)

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈslam/

Ουσιαστικό

Ισλάμ ουδέτερο άκλιτο

  1. (θρησκεία) μονοθεϊστική θρησκεία του Αραβικού, κυρίως κόσμου, η οποία διαμορφώθηκε με το κήρυγμα και τη δράση του Προφήτη Μωάμεθ (Μουχάμαντ) στις αρχές του 7ου αιώνα
  2. (συνεκδοχικά) οι λαοί και τα έθνη που πιστεύουν στην παραπάνω θρησκεία

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.