Ισλάμ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈslam/
Ουσιαστικό
Ισλάμ ουδέτερο άκλιτο
- (θρησκεία) μονοθεϊστική θρησκεία του Αραβικού, κυρίως κόσμου, η οποία διαμορφώθηκε με το κήρυγμα και τη δράση του Προφήτη Μωάμεθ (Μουχάμαντ) στις αρχές του 7ου αιώνα
- (συνεκδοχικά) οι λαοί και τα έθνη που πιστεύουν στην παραπάνω θρησκεία
Συνώνυμα
Συγγενικά
- μουσουλμάνος, Μωάμεθ, χαντίθ
- Κατηγορία:Ισλαμισμός στο Βικιλεξικό
- Κατηγορία:Ισλαμισμός (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
-
Ισλάμ στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Ισλάμ
|
Αναφορές
- Ισλάμ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.