εξισλαμίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
εξισλαμίζω (παθητική φωνή: εξισλαμίζομαι)
Συγγενικά
- εξισλαμισμός
- → δείτε τη λέξη ισλάμ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εξισλαμίζω | εξισλάμιζα | θα εξισλαμίζω | να εξισλαμίζω | εξισλαμίζοντας | |
| β' ενικ. | εξισλαμίζεις | εξισλάμιζες | θα εξισλαμίζεις | να εξισλαμίζεις | εξισλάμιζε | |
| γ' ενικ. | εξισλαμίζει | εξισλάμιζε | θα εξισλαμίζει | να εξισλαμίζει | ||
| α' πληθ. | εξισλαμίζουμε | εξισλαμίζαμε | θα εξισλαμίζουμε | να εξισλαμίζουμε | ||
| β' πληθ. | εξισλαμίζετε | εξισλαμίζατε | θα εξισλαμίζετε | να εξισλαμίζετε | εξισλαμίζετε | |
| γ' πληθ. | εξισλαμίζουν(ε) | εξισλάμιζαν εξισλαμίζαν(ε) |
θα εξισλαμίζουν(ε) | να εξισλαμίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εξισλάμισα | θα εξισλαμίσω | να εξισλαμίσω | εξισλαμίσει | ||
| β' ενικ. | εξισλάμισες | θα εξισλαμίσεις | να εξισλαμίσεις | εξισλάμισε | ||
| γ' ενικ. | εξισλάμισε | θα εξισλαμίσει | να εξισλαμίσει | |||
| α' πληθ. | εξισλαμίσαμε | θα εξισλαμίσουμε | να εξισλαμίσουμε | |||
| β' πληθ. | εξισλαμίσατε | θα εξισλαμίσετε | να εξισλαμίσετε | εξισλαμίστε | ||
| γ' πληθ. | εξισλάμισαν εξισλαμίσαν(ε) |
θα εξισλαμίσουν(ε) | να εξισλαμίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εξισλαμίσει | είχα εξισλαμίσει | θα έχω εξισλαμίσει | να έχω εξισλαμίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εξισλαμίσει | είχες εξισλαμίσει | θα έχεις εξισλαμίσει | να έχεις εξισλαμίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εξισλαμίσει | είχε εξισλαμίσει | θα έχει εξισλαμίσει | να έχει εξισλαμίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εξισλαμίσει | είχαμε εξισλαμίσει | θα έχουμε εξισλαμίσει | να έχουμε εξισλαμίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εξισλαμίσει | είχατε εξισλαμίσει | θα έχετε εξισλαμίσει | να έχετε εξισλαμίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εξισλαμίσει | είχαν εξισλαμίσει | θα έχουν εξισλαμίσει | να έχουν εξισλαμίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.