ισλαμοφοβία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ισλαμοφοβία | οι | ισλαμοφοβίες |
| γενική | της | ισλαμοφοβίας | των | ισλαμοφοβιών |
| αιτιατική | την | ισλαμοφοβία | τις | ισλαμοφοβίες |
| κλητική | ισλαμοφοβία | ισλαμοφοβίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.sla.mo.foˈvi.a/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.