ισλαμικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισλαμικός η ισλαμική το ισλαμικό
      γενική του ισλαμικού της ισλαμικής του ισλαμικού
    αιτιατική τον ισλαμικό την ισλαμική το ισλαμικό
     κλητική ισλαμικέ ισλαμική ισλαμικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισλαμικοί οι ισλαμικές τα ισλαμικά
      γενική των ισλαμικών των ισλαμικών των ισλαμικών
    αιτιατική τους ισλαμικούς τις ισλαμικές τα ισλαμικά
     κλητική ισλαμικοί ισλαμικές ισλαμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ισλαμικός < γαλλική islamique [1] < Islam (Ισλάμ) + -ique (-ικός)

Προφορά

ΔΦΑ : /i.sla.miˈkos/

Επίθετο

ισλαμικός, -ή, -ό

  • που ανήκει ή αναφέρεται στο ισλάμ

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.