ισλαμικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ισλαμικός | η | ισλαμική | το | ισλαμικό |
| γενική | του | ισλαμικού | της | ισλαμικής | του | ισλαμικού |
| αιτιατική | τον | ισλαμικό | την | ισλαμική | το | ισλαμικό |
| κλητική | ισλαμικέ | ισλαμική | ισλαμικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ισλαμικοί | οι | ισλαμικές | τα | ισλαμικά |
| γενική | των | ισλαμικών | των | ισλαμικών | των | ισλαμικών |
| αιτιατική | τους | ισλαμικούς | τις | ισλαμικές | τα | ισλαμικά |
| κλητική | ισλαμικοί | ισλαμικές | ισλαμικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.sla.miˈkos/
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ισλαμικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.