Ἰησοῦς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Ἰησοῦς | ||||||
| γενική | τοῦ | Ἰησοῦ | ||||||
| δοτική | τῷ | Ἰησοῦ | ||||||
| αιτιατική | τὸν | Ἰησοῦν | ||||||
| κλητική ὦ! | Ἰησοῦ | |||||||
| ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'Ἰησοῦς' όπως «Ἰησοῦς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- Ἰησοῦς < (άμεσο δάνειο) αραμαϊκή יֵשׁוּע (yēšū́ʿ) < αρχαία εβραϊκή יְהוֹשֻׁעַ (y'hoshúa)
Κύριο όνομα
Ἰησοῦς αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) Ιησούς, εξελληνισμός του εβραϊκού ονόματος του Ιησού
Πηγές
- Ἰησοῦς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Ἰησοῦς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.