Iesus

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

Iesus < (άμεσο δάνειο) ελληνιστική κοινή Ἰησοῦς < αρχαία εβραϊκή προέλευση

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈjeː.sus/
 

Κύριο όνομα

Iesus αρσενικό

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική Iesus
-
γενική Iesūs
-
δοτική Iesuī
-
αιτιατική Iesum
-
κλητική Iesus
-
αφαιρετική Iesū
-
(δ' κλίση)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.