Ἡράκλειον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | Ἡράκλειον | τὰ | Ἡράκλειᾰ |
| γενική | τοῦ | Ἡρακλείου | τῶν | Ἡρακλείων |
| δοτική | τῷ | Ἡρακλείῳ | τοῖς | Ἡρακλείοις |
| αιτιατική | τὸ | Ἡράκλειον | τὰ | Ἡράκλειᾰ |
| κλητική ὦ! | Ἡράκλειον | Ἡράκλειᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἡρακλείω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ἡρακλείοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ἡράκλειον < Ἡρακλ(ῆς) + -ειον
Πηγές
- Ἡράκλειον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.