Ζάκυνθος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Ζάκυνθος | οι | Ζάκυνθοι |
| γενική | της | Ζακύνθου | των | Ζακύνθων |
| αιτιατική | τη | Ζάκυνθο | τις | Ζακύνθους |
| κλητική | Ζάκυνθε | Ζάκυνθοι | ||
| Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ζάκυνθος < αρχαία ελληνική Ζάκυνθος < προελληνική [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈza.cin.θos/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ζά‐κυν‐θος
Κύριο όνομα
Ζάκυνθος θηλυκό, μόνο στον ενικό
- νησί στο Ιόνιο πέλαγος
- ※ 19ος αιώνας, ⌘ Ανδρέας Κάλβος, Ωδή πρώτη. «Ο Φιλόπατρις», 1η και 12η στροφή, ποιητική συλλογή Η λύρα, ※ @ebooks.edu.gr
- [α'] Ω φιλτάτη πατρίς,
ω θαυμασία νήσος,
Ζάκυνθε· συ μου έδωκας
την πνοήν, και του Απόλλωνος
τα χρυσά δώρα!
[…]
[ιβ'] Χαίρε Αυσονία, χαίρε
και συ Αλβιών, χαιρέτωσαν
τα ένδοξα Παρίσια·
ωραία και μόνη η Ζάκυνθος
με κυριεύει. - [μεταγραφή σε μονοτονικό από το] Ὦ φιλτάτη πατρίς, ὦ θαυμασία νῆσος, Ζάκυνθε· σὺ μοῦ ἔδωκας τὴν πνοήν, καὶ τοῦ Ἀπόλλωνος τὰ χρυσὰ δῶρα!
Χαῖρε Αὐσονία, χαῖρε καὶ σὺ Ἀλβιών, χαιρέτωσαν τὰ ἔνδοξα Παρίσια· ὡραία καὶ μόνη ἡ Ζάκυνθος μὲ κυριεύει.
- [α'] Ω φιλτάτη πατρίς,
- ※ 19ος αιώνας, ⌘ Ανδρέας Κάλβος, Ωδή πρώτη. «Ο Φιλόπατρις», 1η και 12η στροφή, ποιητική συλλογή Η λύρα, ※ @ebooks.edu.gr
- Ζάκυθος
- Τζάντε
Συγγενικά
-
Ζάκυνθος στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| Ζᾰκυνθο- | ||||
| ονομαστική | ἡ ὁ |
Ζάκυνθος | ||
| γενική | τῆς τοῦ |
Ζακύνθου | ||
| δοτική | τῇ τῷ |
Ζακύνθῳ | ||
| αιτιατική | τὴν τὸν |
Ζάκυνθον | ||
| κλητική ὦ! | Ζάκυνθε | |||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «Ζάκυνθος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ζάκυνθος < προέλευσης από την προελληνική [1] [2]
Κύριο όνομα
Ζάκυνθος θηλυκό ή αρσενικό στον ενικό
- (νησί), η Ζάκυνθος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 634
- οἵ τε Ζάκυνθον ἔχον ἠδ’ οἳ Σάμον ἀμφενέμοντο
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 6 (Ἐρατώ), 70.2
- ἐς Ζάκυνθον διαβὰς ὁ Δημάρητος ἐκ τῆς Ἤλιδος
- (θηλυκό) ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 9 (ι. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Κίκονας, Λωτοφάγους καὶ Κύκλωπας.), στίχ. 24
- πολλαὶ ναιετάουσι μάλα σχεδὸν ἀλλήλῃσι,
Δουλίχιόν τε Σάμη τε καὶ ὑλήεσσα Ζάκυνθος.
- πολλαὶ ναιετάουσι μάλα σχεδὸν ἀλλήλῃσι,
- (αρσενικό) ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 246 (245-246) & 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 131
- ὅσσοι γὰρ νήσοισιν ἐπικρατέουσιν ἄριστοι,
Δουλιχίῳ τε Σάμῃ τε καὶ ὑλήεντι Ζακύνθῳ,
- ὅσσοι γὰρ νήσοισιν ἐπικρατέουσιν ἄριστοι,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 634
Παράγωγα
- ζακυνθίδες
- Ζακύνθιος
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Εισαγωγή, σελ. xxxix - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Επίσης δημοσιευμένο στο Beekes, Robert (2007) Pre-Greek: The Pre-Greek Loans in Greek. Third version. pdf, σελ.38.
Πηγές
- Ζάκυνθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.