Ζακυθινή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Ζακυθινή | οι | Ζακυθινές |
| γενική | της | Ζακυθινής | των | Ζακυθινών |
| αιτιατική | τη | Ζακυθινή | τις | Ζακυθινές |
| κλητική | Ζακυθινή | Ζακυθινές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ζακυθινή < Ζακυθινός + -ή
- → δείτε τη λέξη Ζακυνθινή
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Ζάκυνθος
Μεταφράσεις
Ζακυθινή
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.