Ευάγγελος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ευάγγελος οι Ευάγγελοι
      γενική του Ευάγγελου
& Ευαγγέλου
των Ευάγγελων
& Ευαγγέλων
    αιτιατική τον Ευάγγελο τους Ευάγγελους
& Ευαγγέλους
     κλητική Ευάγγελε Ευάγγελοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ευάγγελος < αρχαία ελληνική Εὐάγγελος < εὐάγγελος <  δείτε τις λέξεις εὖ και ἄγγελος

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈvaŋ.ɟe.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ευάγγελος

Κύριο όνομα

Ευάγγελος αρσενικό (θηλυκό Ευαγγελία)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.