Εὐάγγελος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Εὐάγγελος | οἱ | Εὐάγγελοι |
| γενική | τοῦ | Εὐαγγέλου | τῶν | Εὐαγγέλων |
| δοτική | τῷ | Εὐαγγέλῳ | τοῖς | Εὐαγγέλοις |
| αιτιατική | τὸν | Εὐάγγελον | τοὺς | Εὐαγγέλους |
| κλητική ὦ! | Εὐάγγελε | Εὐάγγελοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Εὐαγγέλω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Εὐαγγέλοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- Εὐάγγελος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.