Ελευθέριος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ελευθέριος | οι | Ελευθέριοι |
| γενική | του | Ελευθέριου & Ελευθερίου |
των | Ελευθέριων & Ελευθερίων |
| αιτιατική | τον | Ελευθέριο | τους | Ελευθέριους & Ελευθερίους |
| κλητική | Ελευθέριε | Ελευθέριοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ελευθέριος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Ἐλευθέριος < αρχαία ελληνική Ἐλευθέριος < ἐλευθέριος < ἐλεύθερος
Συγγενικά
- Ελευθερία
- Λευτεράκης
- Λευτεράκος
- Νεοελληνικές λέξεις με συνθετικό 'Ελευθέριος' στο Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.