Λευτέρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Λευτέρης | οι | Λευτέρηδες |
| γενική | του | Λευτέρη | των | Λευτέρηδων |
| αιτιατική | τον | Λευτέρη | τους | Λευτέρηδες |
| κλητική | Λευτέρη | Λευτέρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Λευτέρης < Ελευθέριος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Λευτέρης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.