Νιόνιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Νιόνιος οι Νιόνιοι
      γενική του Νιόνιου των Νιόνιων
    αιτιατική τον Νιόνιο τους Νιόνιους
     κλητική Νιόνιο Νιόνιοι
Προφέρεται ως δισύλλαβο, με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Νιόνιος < υποκοριστικό του Διονύσιος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɲo.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Νιόνιος

Κύριο όνομα

Νιόνιος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (οικείο) ο χαρακτήρας του Ζακυνθινού Σιορ Διονύσιου του ελληνικού θεάτρου σκιών, όπως συνήθως τον αποκαλεί χαϊδευτικά ο Καραγκιόζης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.