Νιόνιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Νιόνιος | οι | Νιόνιοι |
| γενική | του | Νιόνιου | των | Νιόνιων |
| αιτιατική | τον | Νιόνιο | τους | Νιόνιους |
| κλητική | Νιόνιο | Νιόνιοι | ||
| Προφέρεται ως δισύλλαβο, με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Νιόνιος < υποκοριστικό του Διονύσιος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɲo.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Νιό‐νιος
Κύριο όνομα
Νιόνιος αρσενικό
- ανδρικό όνομα
- (οικείο) ο χαρακτήρας του Ζακυνθινού Σιορ Διονύσιου του ελληνικού θεάτρου σκιών, όπως συνήθως τον αποκαλεί χαϊδευτικά ο Καραγκιόζης
Μεταφράσεις
Νιόνιος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.