Διονυσάκης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Διονυσάκης οι Διονυσάκηδες
      γενική του Διονυσάκη των Διονυσάκηδων
    αιτιατική τον Διονυσάκη τους Διονυσάκηδες
     κλητική Διονυσάκη Διονυσάκηδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Διονυσάκης < Διονύσ(ης) / Διονύσ(ιος) + υποκοριστικό επίθημα -άκης

Κύριο όνομα

Διονυσάκης αρσενικό

  1. υποκοριστικό, χαϊδευτικό ανδρικό όνομα
  2. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Διονυσάκη)


Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.