Δάφνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Δάφνη οι Δάφνες
      γενική της Δάφνης των Δαφνών
    αιτιατική τη Δάφνη τις Δάφνες
     κλητική Δάφνη Δάφνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Δάφνη < δάφνη

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈðaf.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δάφνη
τονικό παρώνυμο: Δαφνί

Κύριο όνομα

Δάφνη θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. ονομασία οικισμών της Ελλάδας
  3. προάστιο της Αθήνας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.