Δαφνούλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Δαφνούλα οι Δαφνούλες
      γενική της Δαφνούλας
    αιτιατική τη Δαφνούλα τις Δαφνούλες
     κλητική Δαφνούλα Δαφνούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Δαφνούλα < Δάφν(η) + -ούλα

Προφορά

ΔΦΑ : /ðafˈnu.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δαφνούλα

Κύριο όνομα

Δαφνούλα θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. ονομασία οικισμών της Ελλάδας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.