Γολγοθάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Γολγοθάς | ||
| γενική | του | Γολγοθά | ||
| αιτιατική | τον | Γολγοθά | ||
| κλητική | Γολγοθά | |||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

γκραβούρα του Λούκας φαν Λέιντεν (1494-1533) που απεικονίζει τον Γολγοθά
Ετυμολογία
- Γολγοθάς < ελληνιστική κοινή Γολγοθᾶ (άγνωστου γένους) < εβραϊκή προέλευση
Προφορά
- ΔΦΑ : /γol.γoˈθas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γολ‐γο‐θάς
Κύριο όνομα
Γολγοθάς αρσενικό
- (χριστιανισμός) ο λόφος της Ιερουσαλήμ, στον οποίο σταυρώθηκε ο Χριστός
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Γολγοθάς
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.