γολγοθάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γολγοθάς οι γολγοθάδες
      γενική του γολγοθά των γολγοθάδων
    αιτιατική τον γολγοθά τους γολγοθάδες
     κλητική γολγοθά γολγοθάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γολγοθάς < Γολγοθάς

Προφορά

ΔΦΑ : /γol.γoˈθas/

Κύριο όνομα

γολγοθάς αρσενικό, μόνο στον ενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.