κρανίου τόπος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Από τη βιβλική ερμηνεία του εβραϊκού ονόματος Γολγοθάς (  Καὶ φέρουσιν αὐτὸν ἐπὶ Γολγοθᾶν τόπον, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον κρανίου τόπος, Κατά Μάρκον 15.22· Καὶ ἐλθόντες εἰς τόπον λεγόμενον Γολγοθᾶ, ὅ ἐστιν Κρανίου Τόπος λεγόμενος, Κατά Ματθαίον 27.33)
 δείτε τις λέξεις κρανίο και τόπος

Πολυλεκτικός όρος

κρανίου τόπος αρσενικό

  • (χριστιανισμός): τοπωνύμιο του σταυρικού μαρτυρίου του Ιησού Χριστού
  • (μεταφορικά) τόπος ολέθρου, δηλαδή τόπος που δοκιμάστηκε από μια πολύ μεγάλη καταστροφή και έμεινε χωρίς ζωή όπως η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι μετά την ρίψη των ατομικών βομβών.

Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.