Ιερουσαλήμ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Ιερουσαλήμ < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή יְרוּשָׁלַיִם (Yerushaláyim). Συγκρίνετε και με την ελληνιστική λέξη Ἱεροσόλυμα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.e.ɾu.saˈlim/
Κύριο όνομα
Ιερουσαλήμ θηλυκό άκλιτο
- η μεγαλύτερη πόλη του Ισραήλ, με τμήμα της θεωρούμενο ως κατεχόμενο έδαφος της Παλαιστίνης
- (πολύ σπάνιο) γυναικείο όνομα
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.